Εσένα τι σου έδωσε;
Ήταν μια φορά , ένα μικρό κορίτσι. Κάπου στα 7 χρονών.
Ότι έβλεπε γύρω του, το μάζευε στην ψυχή της. Τα άσχημα που συναντούσε, με λίγη μόνο φαντασία, τα χρωμάτιζε μες το μυαλό της, και χαμογελούσε.
Έβλεπε την ομορφιά παντού. Στην φύση, στα ζώα, στους ανθρώπους, ακόμη και στην γκρίζα πόλη της. Τους "κακούς", όπως άκουγε να τους χαρακτηρίζουν... τους έπαιρνε στο κρυφό Ιατρείο της καρδιάς της και τους έβρισκε τα τραύματα και τις πληγές τους. Ποτέ δεν πίστευε πως υπάρχουν κακοί άνθρωποι, παρά μόνο πληγωμένοι...σαν τα χτυπημένα σκυλιά που γρυλίζουν.
Η αθώα της ψυχή, καλλυμένη με μια αδιαπέραστη μεμβράνη φαντασίας, έβλεπε τα πάντα όμορφα και αγνά!Δεν πίστευε όλα όσα άκουγε με τα αυτιά και έβλεπε με τα μάτια της. Έβλεπε τον κόσμο μέσα απο το πρίσμα της καρδιά της, και αυτό πίστευε. Η καρδιά της ήταν γεμάτη απο αγάπη, ελπίδα και συμπόνια. Το βλέμμα της μαγνητιζόταν απο τις λεπτομέρειες. Κολλούσε. Στα πολύ μικρά. Σε εκείνα που μοιάζαν ασήμαντα. Είχε ένα ξεχωριστό ταλέντο να διακρίνει και να εκτιμάει όλη την δουλειά, όλη την προσπάθεια, τον κόπο που έβλεπε μέσα σε αυτές. Την ταξίδευαν, όλα. Απο το μικροσκοπικό λουλουδάκι που ξεφύτρωνε ανάμεσα απο τις σπασμένες πλάκες του πεζοδρομίου, θαρραλέο και τολμηρό...μέχρι τις ρυτίδες στα χέρια μιας ηλικιωμένης κυρίας που θα στεκόταν κοντά της.
Αυτή ήταν. Άθελα της.
Θες η παιδική κι αθώα της ψυχή; θες η αστείρευτη φαντασία της;..δεν την άφηναν να δεί την πραγματικότητα.'Ηταν και μικρή όμως.Με τα χρόνια η φαντασία της θα ξεθύμανε, τα χρώματα της ψυχής της θα γινόντουσαν όλο και πιο σκούρα, η καρδιά της θα μάθαινε τον πόνο, θα σκλήραινε. Η απαλή καρδιά δεν θέλει πολύ. Μόνο λίγες διαδρομές στη ζωή και της φτάνει για να σκληρήνει αρκετά. Να! όπως η φτέρνα! Λίγα περπατήματα και το βρεφικό, απαλό πατουσάκι ειναι έτοιμο να πατήσει στο χώμα κι ύστερα στο χαλίκι και τα τριβόλια.
Και για να γυρίσω πίσω, στο μικρό μας κορίτσι, έβαψε και ξαναέβαψε τοίχους. Φύτεψε και ξαναφύτεψε δέντρα. Άνθισε και ξανάνθισε τς αγριοπρασινάδες της πόλης της. Στο μυαλό της. Ήταν η φαντασία της για χροοόνια, πολλά χρόνια, μια πινέλο, μια φτυάρι, μια ποτηστήρι κι είχε βάλει στο Ιατρείο της καρδιάς της τόσους και τόσους κακούς, αγενείς, πεισματάρηδες και γεροξεκούτηδες, να τους ψηλαφήσει και να βρεί τις κρυμμένες τους πληγές.
<<Υπάρχει λόγος που φέρεται έτσι!...>> έλεγε.
Κι είχε πάντα την διάθεση, τον χρόνο, την καήλα να μάθει και να ανακαλύψει το γιατί. Με τα λίγα που ήξερε για τους ανθρώπους και τα άλλα τόσα που καταλάβαινε παρατηρώντας γύρω της, συνήθως, έπεφτε μέσα. Πολύ λίγες ήταν οι φορές που έπεφτε έξω. Μα και πάλι δεν το έβαζε κάτω. Το απέδιδε στην έλλειψη γνώσεως, κάποιας σημαντικής πληροφορίας που ίσως να μην είχε και που θα ένωνε τα κομμάτια του πάζλ. Το μυαλουδάκι της πραγματικά ακούραστο και πεισματικά ταγμένο να αποδείξει πως ο κόσμος είναι όμορφος. Οι άνθρωποι καλοί. Πως η φαντασίας της είναι απλά ένα εργαλείο που χρησιμοποιεί και έτσι ξεσκεπάζει την αλήθεια. Όσα φανταζόταν, τα πίστευε, τα ήλπιζε, αυτά ήταν η αλήθεια της.
Και η αλήθειες της ήταν αυτές:
Πως οι οικοδομές και το γκρίζο στην πόλη της, ήταν κάποτε θαυμάσια αρχιτεκτονικά δημιουργήματα απο ευφάνταστους ανθρώπους και πως τάχα με λίγο μπογιάτισμα και σουλούπωμα, και θα δείχνουν πάλι όπως πρώτα!
Τα αγριόχορτα που φυτρώνουν ανεξέλεγκτα εδώ κι εκεί, θέλουν μονάχα λιγάκι ψαλίδισμα και σχήμα, και τα αδιάφορα στην αρχή ανθάκια τους, μετά θα δείχνουν στολίδια!
Ύστερα, οι "κακοί" και "γεροξεκούτηδες" θέλουν λίγη αγάπη μόνο, λίγη παραπάνω προσοχή απ'τον συνάνθρωπο και θα στρώσουν!...
κάπως έτσι ήταν ο κόσμος της.
Πάντα να χωράει το φτιάξιμο, την μικρή επιδιορθωσούλα. Ο κόσμος της πολύτιμος. Δεν χωρούσε αμφιβολία πως φτιαχνόταν ξανά. Είχε αυτό το γέρικο μεράκι να τα κρατήσει όλα ζωντανά. Να λειτουργούν. Να δουλεύουν. Να υπάρχουν. Όπως τότε, τα παλιά τα χρόνια ο τσαγκάρης, ο σαμαράς, ο φανοκόρος...να τα μπαλώσει, να τα ξαναράψει, να τα ξαναφωτίσει!
Άγνωστο το πως τρύπωσε μέσα της τόσο γέρικη κι ωριμασμένη ψυχή.
Μάλιστα, στον σύγχρονο και τόσο προχωρημένο κόσμο που γεννήθηκε, ήταν λίγο ακατανόητο. Οι συνομήλικες της έπαιζαν με τα αμέτρητα παιχνίδια τους χωρίς να αγαπάνε κανένα συγκεκριμένα. Αργότερα, τα παιχνίδια έγιναν ρούχα και αξεσουάρ, χωρίς να αισθάνονται καμία ευφορία απο την απόκτηση τους. Και πιο κάτω, τα ρούχα και οι συλλογές τους, έγιναν σύντροφοι, φίλοι, έρωτες. Και έτσι, μαθημένες στα πρόσχαιρα, στα ευκόλως αντικαταστατά αφήνωντας όλα να φεύγουν, να ξεχνιούνται.
Και τα χρόνια πέρασαν και το κορίτσι έγινε γυναίκα.
Άλλαξε, αλλά όχι τόσο για να ταιριάξει απόλυτα με τον κόσμο γύρω της.
Πάλι μια στο τόσο, έπιανε να μπογιατίσει κανένα γκρίζο τοίχο όπως θα πήγαινε για την δουλειά. Τώρα πια, μόνο αν η διαδρομή με το λεωφορείο θα κράταγε λίγο παραπάνω λόγω κίνησης στους δρόμους της πόλης.
Έτσι, που η αναπάντεχη αλλαγή της ρουτίνας της, την έμπνεε για λίγο πότισμα και κλάδεμα της αγριάδας. Ένας αφρόντιστος θάμνος εδώ, μια ντούμπα αγριολούλουδα εκεί...κι εκείνη για μερικά μόνο δευτερόλεπτα, έκανε την δουλειά της.
Την έκανε η ζωή έτσι. Μια νέα έκδοση, πιο συμβιβασμένη. Χωρίς να το αντιληφθεί μέσα στο πέρασμα των χρόνων είχε γίνει κι εκείνη ένα ακόμη γρανάζι στο σκουριασμένο σύστημα. Να σηκώνεται το πρωί, να εξαρτιέται απο τον καφέ της, να αρπάζει μια αρμαθιά πράγματα να τα χώνει στην ανακατωμένη τσάντα της, να βγαίνει απο το σπίτι σαν να την κυνηγάει αόρατος εχθρός, να μπαίνει στο λεωφορείο, να ξεφυσάει, να θυμάται τι ξέχασε στο σπίτι, να μετράει τις σκοτούρες της, να τις γράφει ένα κατεβατό, μια λίστα σουπερ μάρκετ, ένα επείγον τηλεφώνημα, ένας εκπρόθεσμος λογαριασμός...ένα επαναλαμβανόμενο κουρδισμένο χάος.
Μια οχλαγωγία, μέχρι να έρθει η ώρα να ξανα βάλει το κεφάλι της στο μαξιλάρι. Τρέξιμο, στο τρέξιμο και όλα αυτά για να ζήσει. Πόση ειρωνεία;
Το Ιατρείο της καρδιάς της είχε πια γίνει ιδιωτικό. Μόνο για λίγους και καλούς. Επιλεκτικά τα ραντεβού. Τελείωσε εκείνη η κοσμοσυρροή που υπήρχε κάποτε, λες και ήταν νοσοκομείο σε εμπόλεμη ζώνη. Πάνε εκείνες οι εποχές που οι "κακοί" ήταν ευπρόσδεκτοι για ένα χάπι συμπόνιας, κατανόησης, άλλοθι. Τα ράφια της άδειασαν. Δεν είχε πια η ίδια την δύναμη να ιατρέψει και να φροντίσει τόσους. Κάποια βράδια που δεν την παίρνει ο ύπνος, παρότι η κούραση της ημέρας είναι γατζωμένη πάνω της, περιμένοντας να βράσει το νερό για το χαμομήλι της, αναρωτιέται πως μπορούσε και άλλαζε τον κόσμο κάθε μέρα. Αναρωτιέται πως κατάφερνε να δέχεται τόσους κακούς ανθρώπους στο Ιατρείο της.
Που έβρισκε την δύναμη; Που πήγε τώρα;
Μήπως την ξόδεψε όλη πολύ νωρίς; στην νιότη της;
Αναρωτιέται...μέχρι που το νερό στον βραστήρα κοχλάζει και η φασαρία την επαναφέρει στον προηγούμενο αλγόριθμο της. Να φτιάξει το τσάι της και να πέσει να κοιμηθεί.
Η πόλη δεν άλλαξε.
Τα κτήρια που έβαφε, έγιναν πιο βρώμικα, πιο εγκαταλελειμένα. Άκοποι εξακολουθούν να είναι οι θάμνοι και τα αγριολούλουδα στις πλατείες.
Η αδιαφορία μια μόνιμη τάση, το γκρί επιλέχθηκε ως κλασικό.
Η ασχήμια σε όλα, το νέο τρέντ της εποχής.
Απέτυχε η κοινωνία να αναδείξει και να επιβραβεύσει τους λίγους, σπάνιους, δημιουργικούς ανθρώπους. Και χάθηκε η κάψα για αλλαγή, για χρώμα, για ομορφιά. Όσοι την ονειρεύτηκαν ή την φαντάστηκαν, απέκαμαν. Τώρα παίρνουν κι εκείνοι το λεωφορείο και ξεφυσάνε μέχρι να φτάσουν στις δουλειές τους. Δουλειές για να ζήσουν. Δουλειές μόνο για τους λογαριασμούς τους. Δουλειές που γεμίζουν με φτωχομεροκάματα τις τσέπες τους κι αδειάζουν την ψυχή τους.
<<Πού χρόνος για φαντασίες; πού χρόνος για χρώματα, για ζωή, για αλλαγές;>>
Λίγο πολύ, το ίδιο θα σκέφτηκαν όλοι οι αποσυρμένοι.
Λίγο πολύ, τα ζύγισαν και είδαν πως ο κόσμος είναι φτιαγμένος για να χαλάει. Οι πόλεις να είναι γκρί.
Κι οι άνθρωποι, διχασμένοι και χωρισμένοι.
-Είναι όντως αυτη, η μόνη πραγματικότητα;
-Πόσα επτάχρονα χρειαζόμαστε για να αλλάξουμε τον κόσμο;
-Πόσους αποσυρμένους πρέπει να ξυπνήσουμε;
-Πόσα "Ιατρεία Καρδιάς" να αρκέσουν για να χωρέσουν όλους μας;
- Φτιάχνεται ξανά ο κόσμος;
Αφού χαλάσαμε, σπάσαμε, σκληρήναμε, ανοίξαμε τρύπες, ανοίξαμε πληγές...έχει ο Θεός τον καημό του τσαγκάρη, του σαμαρά, του φανοκόρου να μας μπαλώσει, να μας ράψει, να μας ξαναδώσει φώς;
ή μήπως είπε να μας χαρίσει τα απαραίτητα εργαλεία και να μας δεί να τον φτιάχνουμε εμείς απο λιγάκι;
-Εσένα τι σου έδωσε;
-Εμένα;
-Ναι,εσένα! Ξέρεις απο χρώματα; πιάνουν τα χέρια σου να κλείσεις μια πληγή; μήπως ξέρεις να βάζεις τις λέξεις σε χορό; Κάτι θα έχεις πάρει απο Εκείνον,δεν μπορεί!
-...πριν με στείλει εδώ, μου έδειξε λίγο απ' τον Παράδεισο!...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου